- τριχοσανθές
- το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κουκουρβιτίδες τής τάξης κουκουρβιτώδη και το οποίο περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή ποώδη φυτά, ιθαγενή τής νοτιανατολικής Ασίας και τής Αυστραλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichosanthes < θρίξ, τριχός + -ανθές (< άνθος)].
Dictionary of Greek. 2013.